- γαδειραίος
- γαδειραῑος, -α, -ον (Α)αυτός που ανήκει στην πόλη Γάδειρα της Ισπανίας ή προέρχεται απ' αυτήν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Γαδειραῖος — a man of Cadiz masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαδειραῖον — Γαδειραῖος a man of Cadiz masc acc sg Γαδειραῖος a man of Cadiz neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαδειρικός — γαδειρικός, ή, όν (Α) ο γαδειραίος* … Dictionary of Greek